Γυροειδής Αλωπεκία

H γυροειδής αλωπεκία (alopecia areata) είναι μια αυτοάνοση ασθένεια του θύλακα της τρίχας. Χαρακτηρίζεται από ανομοιόμορφη τριχόπτωση, η οποία αναπτύσσεται σε φυσιολογικό, κατά τα άλλα, δέρμα, με τρίχες σε μορφή θαυμαστικού γύρω από τα όρια των περιοχών που επεκτείνεται. Στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε μία ή περισσότερες κηλίδες, αλλά στα βαριά περιστατικά μπορεί να υπάρχει πλήρης τριχόπτωση στην κεφαλή (ολική αλωπεκία - alopecia totalis) ή σε ολόκληρο το σώμα (καθολική αλωπεκία - alopecia universalis). Η αλωπεκία είναι μη ουλωτική και, στις περισσότερες περιπτώσεις, υποχωρεί αυτόματα μετά από λίγους μήνες.

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

Για πολλούς ασθενείς αποτελεί λογική επιλογή η μη θεραπεία της γυροειδούς αλωπεκίας. Συχνά προκύπτει αυτόματη ύφεση και για καμία θεραπεία δεν έχει αποδειχθεί ότι αλλάζει την μακροπρόθεσμη πρόγνωση. Η θεραπεία μπορεί να είναι χρονοβόρα, δυσάρεστη και, ενδεχομένως, τοξική, ενώ η αντιμετώπιση της υποτροπής ενδέχεται να είναι δύσκολη. Από την άλλη, μερικοί ασθενείς επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό που χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη και συμβουλευτική. Επίσης μπορεί να βοηθήσουν η επαφή με άλλους ασθενείς και οι ομάδες υποστήριξης. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερωθούν πλήρως σχετικά με τη φυσική εξέλιξη της νόσου και να έχουν ρεαλιστικές προσδοκίες ως προς την έκβαση της θεραπείας.

Οι θεραπείες πρώτης γραμμής είναι σταθερά οι πιο αποτελεσματικές και ασφαλείς. Ωστόσο, η απόκριση σε οποιαδήποτε θεραπεία ποικίλλει και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έκταση και τη διάρκεια της αλωπεκίας. Αυτό αποτελεί έναν λόγο για τον οποίο υπάρχει συχνά ασυμβατότητα μεταξύ των αποτελεσμάτων των μελετών. Στις μελέτες που επικεντρώνονται στην ανομοιόμορφη αλωπεκία με πρόσφατη έναρξη μπορεί να υπάρχει υψηλός ρυθμός αυτόματης ύφεσης, ενώ οι μελέτες που περιορίζονται στη σοβαρή και μακροχρόνια νόσο με αντοχή στη θεραπεία δεν αποκλείουν την αποτελεσματικότητα στην ήπια αλωπεκία. Ο όρος «ποσοστιαία εκ νέου ανάπτυξη» που χρησιμοποιείται σε αυτό το κεφάλαιο αναφέρεται στην εκ νέου ανάπτυξη των τριχών στην περιοχή της βλάβης σε σύγκριση με την έναρξη.

Οι ενδοβλαβικές ενέσεις κορτικοστεροειδών θεωρούνται θεραπεία πρώτης γραμμής για ενήλικες ασθενείς όταν υπάρχουν μόνο μία ή δύο μικρές κηλίδες αλωπεκίας, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέχρι και στο 50% του τριχωτού της κεφαλής, εάν οι ασθενείς μπορούν να ανεχθούν την ενόχληση.  Η κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η ελάχιστη, συχνά παροδική ατροφία με εντύπωμα.

H τοπική ανοσοθεραπεία είναι η επαγωγή των αλλεργιών εξ επαφής στο τριχωτό της κεφαλής. Στους ευαισθητοποιητές της επαφής περιλαμβάνονται το δινιτροχλωροβενζόλιο (dinitrochlorobenzene - DNCB, πλέον θεωρείται πιθανώς καρκινογόνο και, επομένως, δεν χρησιμοποιείται), το πιτυρικό οξύ διβουτυλ εστέρα (squaric acid dibutyl ester – SADBE, το οποίο έχει περιορισμένη σταθερότητα) και η διφαινκυπρόνη (diphencyprone - DPCP, διφαινυλκυκλοπροπενόνη). Η τελευταία ουσία συνδυάζει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια με πρακτικό χρόνο ζωής και είναι η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη. Η διφαινκυπρόνη μπορεί να εφαρμοστεί αρχικά ως λοσιόν 2% σε μια μικρή περιοχή (2 - 4 cm2) του τριχωτού της κεφαλής έως ότου το σημείο όπου εφαρμόστηκε γίνει κνησμώδες και ερυθηματοειδες. Στη συνέχεια, η θεραπεία συνεχίζεται σε μια μεγαλύτερη περιοχή με εβδομαδιαίες εφαρμογές χαμηλότερων συγκεντρώσεων, οι οποίες συνήθως είναι μεταξύ 0,001% και 0,1%. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη συγκέντρωση με την οποία διατηρείται ήπιο ερύθημα ή κνησμός.

Στους ασθενείς μας συνήθως γίνεται θεραπεία στο μισό του τριχωτού της κεφαλής τους αρχικά μέχρι την επίτευξη ευνοϊκού αποτελέσματος, το οποίο σημαίνει ότι η θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί και στην άλλη πλευρά του τριχωτού της κεφαλής. Πρόκειται για μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες θεραπείες για τη γυροειδή αλωπεκία και αποτελεί την πιθανότερη αποτελεσματική θεραπεία σε περιπτώσεις εκτεταμένης μακροχρόνιας ασθένειας. Ωστόσο, η χρονική στιγμή της ανταπόκρισης είναι αρκετά απρόβλεπτη και, επομένως, οι συγγραφείς εφαρμόζουν θεραπεία στους ασθενείς για όσο καιρό επιθυμούν να τη συνεχίζουν. Τα ποσοστά υποτροπής ενδέχεται να είναι υψηλά. Στις ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνεται η περιφερική λεμφαδενοπάθεια και, σπάνια, η αυτοευαισθητοποίηση, η οποία επιφέρει γενικευμένο έκζεμα ή ακόμα και εξάνθημα που μοιάζει με πολύμορφο ερύθημα. Ενδέχεται να αναπτυχθεί λεύκη, αν και συνήθως περιορίζεται στις υπό θεραπεία περιοχές. Για τον λόγο αυτό, είναι καλύτερα να αποφεύγεται η θεραπεία ευαισθητοποίησης σε ασθενείς με τύπους δέρματος με μελαγχρωματικές βλάβες.

Η αποτελεσματικότητα των τοπικών κορτικοστεροειδών έχει αποδεδειχθεί σε κάποιες μελέτες για την ανομοιόμορφη αλωπεκία, κυρίως σε περιπτώσεις χρήσης ισχυρών στεροειδών υπό κάλυψη. Είναι σχετικά οικονομικά και πρακτικά στη χρήση με βασική ανεπιθύμητη ενέργεια την παροδική θυλακίτιδα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα είναι ποικίλα και δεν υπάρχει αποτελεσματικότητα στην ολική αλωπεκία ή την καθολική αλωπεκία.

Η θεραπεία με ψωραλένιο συν υπεριώδεις ακτίνες Α (PUVA) έχει μελετηθεί σε αρκετές μελέτες με ποικίλα αποτελέσματα. Το ποσοστό υποτροπής κατόπιν της θεραπείας είναι υψηλό και φαίνεται να απαιτείται συνεχής θεραπεία για τη διατήρηση της ανάπτυξης των τριχών.

Η χρήση ερεθιστικών ουσιών, συμπεριλαμβανομένης της ανθραλίνης (διθρανόλη) και του ρετινοϊκού οξέος, είναι ασφαλής και πρακτική, παρόλο που υπάρχουν λίγα στοιχεία ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Για ασθενείς με σκούρα μαλλιά, η ανθραλίνη έχει το πλεονέκτημα ότι καλύπτει μια ανοιχτόχρωμη περιοχή του τριχωτού της κεφαλής με καφέ χρώση. Απαιτείται συχνή εφαρμογή και αρκετά υψηλή συγκέντρωση, καθώς πρέπει να επάγει σημαντικό ερεθισμό για να είναι αποτελεσματική. Το ρετινοϊκό οξύ είναι περισσότερο πρακτικό ως προς τη χρήση σε ασθενείς με ανοιχτόχρωμα μαλλιά.

Η τοπική μινοξιδίλη είναι μια ασφαλής θεραπεία, αλλά στις περισσότερες μελέτες δεν έχει επιτευχθεί ανταπόκριση με αισθητική αξία στους περισσότερους ασθενείς.
Τα συστηματικά κορτικοστεροειδή είναι αποτελεσματικά σε κάποιες περιπτώσεις, εφόσον χρησιμοποιούνται αρκετά υψηλές δόσεις, ενώ κάποια περιορισμένη επιτυχία είχε και η χρήση θεραπευτικών σχημάτων διακεκομμένης χορήγησης. Ωστόσο, η ολική αλωπεκία, η καθολική αλωπεκία και η γυροειδής οφιοειδής αλωπεκία δεν ανταποκρίνονται καλά και τα υψηλά ποσοστά υποτροπής καθιστούν δύσκολη την αιτιολόγηση αυτής της δυνητικά τοξικής θεραπείας.

Η συστηματική κυκλοσπορίνη φαίνεται επίσης να είναι αποτελεσματική εφόσον χορηγούνται υψηλές δόσεις, αλλά η απόκριση δεν διατηρείται μετά τη διακοπή της θεραπείας, οπότε και πάλι είναι δύσκολο να αιτιολογηθεί η χρήση της.

Εκτύπωση